- επορθρευω
- ἐπορθρεύωἐπ-ορθρεύω2) med. вставать на рассвете, подниматься на заре
(Luc. - v. l. ὀρθρεύομαι)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Luc. - v. l. ὀρθρεύομαι)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επορθρεύω — ἐπορθρεύω (Α) σηκώνομαι πολύ πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ορθρεύω «ξυπνώ πριν την αυγή» (< όρθρος «αυγή»)] … Dictionary of Greek
ἐπορθρευομένης — ἐπορθρεύω rise early pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπορθρευσάμενοι — ἐπορθρεύω rise early aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπορθρευσάμενος — ἐπορθρεύω rise early aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπορθρεῦσαι — ἐπορθρεύω rise early aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπορθρεύσασθαι — ἐπορθρεύω rise early aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επορθρίζω — ἐπορθρίζω (Α) 1. επορθρεύω* 2. επορθροβοώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ορθρίζω «σηκώνομαι πολύ νωρίς» (< όρθρος «αυγή»)] … Dictionary of Greek